- κατακλύζω
- (AM κατακλύζω)1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.)2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό3. (μέσ.-παθ.) κατακλύζομαιείμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από κάτι (α. «καθημερινά το γραφείο μας κατακλύζεται από κόσμο» β. «κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι», Αισχύλ.)νεοελλ.1. γεμίζω κάτι με αφθονία («περιηγητές κατέκλυσαν τούς χώρους αρχαιοτήτων»)2. ναυτ. γεμίζω με νερό διαμέρισμα πλοίουαρχ.1. καθαρίζω με νερό, ξεπλένω («ψάφον ἑλισσομέναν...κῡμα κατακλύσσει», Πίνδ.)2. καταποντίζω («τοίους γὰρ κατὰ κῡμα...ἔκλυσεν», Αρχίλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κλύζω «πλένω, καθαρίζω με νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.